Ἀλφειοῖο

Ἀλφειοῖο
Ἀλφειός
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… …   Dictionary of Greek

  • ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”